- βακτηρίων
- βακτήριονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιποπολυσακχαρίτης — Πολύπλοκο μακρομόριο, το οποίο αποτελείται από έναν πολυσακχαρίτη ομοιοπολικά ενωμένο με έναν λιπιδικό πυρήνα (λιπίδιο Α). Ο λ. αποτελεί συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος όλων των αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων, όπου μία από τις κύριες… … Dictionary of Greek
Γκραμ, Χανς Κρίστιαν — (Hans Kristian Gramme, 1853 – 1938). Δανός γιατρός. Έγινε γνωστός από την ομώνυμη μέθοδο χρώσης των βακτηρίων που πρότεινε, η οποία χρησιμοποιείται πλέον παγκοσμίως. Σύμφωνα με τη μέθοδό του, βακτήρια που σχηματίζουν λεπτό στρώμα πάνω σε… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek
αζώτου, κύκλος του- — Ο κ. του α., ο πιο σύνθετος από τους βιογεωχημικούς κύκλους περιλαμβάνει όπως και οι υπόλοιποι κύκλοι, δύο δεξαμενές που επικοινωνούν μεταξύ τους: τη δεξαμενή αποθήκευσης στην οποία αποθηκεύεται το χημικό στοιχείο και τη δεξαμενή ανταλλαγής στην… … Dictionary of Greek
βακτηριοστατικά — Αντιμικροβιακοί παράγοντες που αναστέλλουν την αύξηση και τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων. Πολλά από αυτά είναι χρησιμότατα στη χημειοθεραπεία. Σταματούν τον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων και φυσικά την επιδείνωση της αρρώστιας, δίνοντας… … Dictionary of Greek
ενδοσπόρια — Είδη αναπαραγωγικών μορφών των βακτηρίων και των κυανοφυκών. Στην πραγματικότητα, αποτελούν προϊόντα της αντίδρασης του βακτηριακού ή του κυττάρου του κυανοφύκους σε αντίξοες συνθήκες του περιβάλλοντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα βακτήρια… … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
καλλιέργεια — I Το σύνολο των εργασιών που αφορούν την πρακτική της γεωργίας, δηλαδή όλες οι αναγκαίες εργασίες για την παραγωγή ορισμένων αγροτικών προϊόντων, οι οποίες αρχίζουν με την προπαρασκευή του εδάφους, συνεχίζουν με τη σπορά και ολοκληρώνονται με τις … Dictionary of Greek
κλωστρίδιο — (Clostridium). Γένος θετικών κατά γκραμ (Gram+) βακτηρίων, που περιγράφηκαν για πρώτη φορά το 1880 από τον Πολωνό μικροβιολόγο Α. Πραζμόφσκι. Το γένος αυτό περιλαμβάνει κινητά βακτήρια, βακιλοειδούς σχήματος, τα οποία είναι αναερόβια και έχουν… … Dictionary of Greek